παρερμηνεία

παρερμηνεία
ή, ΝΑ [παρερμηνεύω]
εσφαλμένη ερμηνεία, παρανόηση, παρεξήγηση από γλωσσική ή άλλη άποψη (α. «παρερμηνεία λέξεως» β. «παρερμηνεία προθέσεως»)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από εσφαλμένη κρίση τής σημασίας τών ερεθισμάτων που μεταβιβάζονται διά μέσου τών αισθητήριων οργάνων και που συνήθως καταλήγει σε συστηματικό παραλήρημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρερμηνεία — η λαθεμένη ερμηνεία, παρεξήγηση, παρανόηση: Έκαμες παρερμηνεία των όσων σου είπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικουρισμός — ο 1. η ηθική διδασκαλία τού Επικούρου 2. η εφαρμογή τών διδαγμάτων τής διδασκαλίας τού Επικούρου 3. η τρυφηλότητα, ο ευδαιμονισμός (κατά παρερμηνεία τής θεωρίας τού Επικούρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < Επίκουρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνστ.… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • παντοδυναμία — Το να είναι κανείς παντοδύναμος, το να μπορεί να κάνει τα πάντα. Ο όρος π. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις μονοθεϊστικές θρησκείες για να εξαρθεί η δύναμη του ενός θεού. Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη είναι συχνή η υπενθύμιση της π. του Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • παραίσθηση — Λαθεμένη αισθητηριακή αντίληψη που οφείλεται σε παρερμηνεία του εξωτερικού ερεθίσματος που την προκαλεί. Πρέπει να τη διακρίνουμε από την ψευδαίσθηση, κατά την οποία σχηματίζεται αισθητηριακή αντίληψη στη συνείδηση του ατόμου χωρίς να υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • παρανόηση — ἡ / παρανόησις, ήσεως, ΝΑ [παρανοώ] νεοελλ. εσφαλμένη κατανόηση, πλάνη σχετικά με το νόημα που έχει κάτι, παρερμηνεία, παρεξήγηση αρχ. παράνοια …   Dictionary of Greek

  • παρεξήγηση — και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, εως, ΝΑ [παρεξηγούμαι] εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση νεοελλ. 1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση») 2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι… …   Dictionary of Greek

  • παρερμήνευμα — τὸ, Α [παρερμηνεύω] παρερμηνεία …   Dictionary of Greek

  • παρερμήνευση — η παρερμηνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρερμηνεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • πατσάς — Λέξη περσική, υποκοριστικό του πα (= ποδαράκι). Φαγητό που παρασκευάζεται από το στομάχι και τα πόδια προβάτου, γίδας, βοδιού ή χοίρου. Από παρερμηνεία π. λέγεται και το βραστό κρέας. Ο όρος π. συνηθίζεται στο αρσενικό, σε πολλές όμως περιοχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”